«Γιατί»

Όπως ο ήλιος και η βροχή,

όπως ο ήχος και η σιωπή,

όπως η νύχτα και η αυγή

με αντιθέσεις,

μια αγάπη δίχως συνθέσεις,

με εξαιρέσεις,

δίχως το χρόνο και δίχως παρόν.

Μετέωρο βήμα, το χάδι νωπό

και όλα σιωπούν

σε  μία γιορτή

με δίχως ορχήστρα και δίχως φιλί.

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!

«Άπειρο»

«Δε τόλμησα ποτέ να σου το πω.

Δεν έπρεπε. Δε πρέπει.

Σαν τη λεπίδα σ ‘έκοψα ένα πρωί,

γιατί μόνο γκρεμό θα βλέπαμε κάθε αυγή.

~

Μα σαν θα φύγω,

μα σαν θα φύγεις,

ένα θέλω να ξέρεις:

πόσο διψούσα κάποτε για το μαζί.

~

Δε τόλμησα ποτέ να σου το πω.

Σωστά έκανα; Ποιός ξέρει..

Σαν μέγγενη ένιωθα τον δικαστή

κι όλα θα τέλειωναν εν μια νυκτί.

~

Μα σαν θα φύγω,

μα σαν θα φύγεις,

ένα θέλω να θυμηθείς:

πόσο θα μου ’λειπες κάθε στιγμή.

~

Δε τόλμησα ποτέ να σου το πω.

Δεν έπρεπε. Δε πρέπει.

Γύρω σου σαν δορυφόρος

συνήθισα κι εγώ.

Πίστευα πάντα θα’σαι εδώ.

~

Μα λίγο πριν φύγεις

λίγο πριν χαθείς,

ένα θέλω να ξέρεις:

μέσα μου ζεις.

Κι αν είχαμε δρόμο, θα μ ’αγαπούσες όσο κανείς.»

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!

«Πυξίδες»

Δεν έχει νόημα κανένα να πάω μπρος χωρίς εσένα. Θυμάσαι? 

Η γλύκα της αφής σου

δεν έχει ξεθωριάσει στη παλάμη μου,

κάθε που περπατώ σ’ αναζητώ

κι ας μην είσαι εδώ.

Μισός περίπατος, λειψός, χωρίς εσένα. Λυπάσαι?

Τα νέα σύμπαντα προσπάθησα

μόνη να τα διαρρήξω

μπροστά μου μόνο άβυσσος, βυθός να περπατήσω.

Είναι που σ’αγαπώ και νέκρωσαν μέσα μου οι πυξίδες

είναι που δε δουλεύουνε πια κι αυτές, να μ’ έβρεις μες τις νύχτες..

Κωνσταντίνα..

Εγωισμός

Το πιο όμορφα μάτια μου

είναι τα όνειρα μου,

γιατί εκεί σε συναντώ ξανά στη μοναξιά μου.

Εκεί θυμάμαι τη στοργή και το γλυκό σου χάδι,

Εκεί θυμάμαι τη φυγή και το πικρό σημάδι.

Ξέρω να’ρθεις δε το μπορείς

Ξέρω δε θα γυρίσεις

Είναι πολύ για σε να μ ’αγαπάς

Πολύ να μ ‘αγαπήσεις.

Κωνσταντίνα.!

The end

«‘Ηταν αλήθεια..

Σίγουρα ήταν.

Το ξέρω απ’ το βράδυ εκείνο

και τότε και τώρα..

Ζήλεψε ο κόσμος το ταίριασμα.

Ζήλεψε ο κόσμος τη φωτιά.

Κι έπεσε πάνω μας σαν σκοτεινιά η ζήλια

σαν χείμαρρος, σαν καταχνιά.

Δέσμιοι της κοινωνίας

Δέσμιοι ετούτης της ζωής

Μόνοι εμείς κι αυτοί μαζί.»

Κωνσταντίνα..

«Υποθήκη»

Η υποθήκη σαν θα μπει

δύσκολα βγαίνει…

Ποιανού τα χρέη τί οφελεί?

Το χρέος από κοινού βαραίνει.

Κι είναι μισή πια η χαρά

και λιγοστή η ζήση.

Όνειρα μόνα, ορφανά..

~

Τι κι αν η ψυχή μου

λεύτερο ήθελε το φιλί.

Εμένα δε με ρώτησε κανείς…

Πρόβατο πάνε σε σφαγή.

Σε μένα τελικά τα βέλη

σε μένα ο καημός

και μένει για σε ο εγωισμός..

~

Μισή χαρά

Μισή πνοή

Μισή ζωή.

~

Σε τί καμβά να ζωγραφίσω

όταν τα χρώματα μακριά μου τα κρατάς?

Με τί πνοή να σε ζητήσω

όταν για αλλού σιγά σιγά πετάς..?

~

Γύρνα λοιπόν ψυχή στη λήθη,

ησύχασε, άλλο δε χρωστάς.

Πλήρωσε για σε την υποθήκη

η αγάπη που τόσο λαχταράς..

Κωνσταντίνα…

«Προσευχή»

«Δεν έχω αλλού από εσένα να στραφώ Χριστέ,

προστάτεψε με

Το δύσκολο δρόμο να διαβώ

οδήγησέ με

Να σώσω ο.τι πιο πολύ αγαπώ

βοήθησέ με

Κωνσταντίνα.!

«Αλλιώτικα»

«Δε με φοβίζει πλέον η σιωπή,
ούτε της μοναξιάς η πίκρα
είναι που αγροικώ στο θρόισμα
να γίνουν όλα αλήθεια.

Μεγάλωσα και άργησα,
άργησα να καταλάβω
κόμπος δε δένει τη ζωή
ούτε και κάτι άλλο..

Δε με φοβίζει πλέον η αυγή
σαν κάνω να ξυπνήσω
είναι που μόνο, μοναχά,
νοστάλγησα ν’ αρχίσω.

Ακούμπησα τα όνειρα μου μες τα χέρια σου
και μακριά σου τώρα πώς να ζήσω..»

Κωνσταντίνα..

«Πονταρίσματα»

«Mε νίκησες ζωή, ξανά..
Κι αυτήν ακόμα τη φορά..
Πάμε ξανά?
Μια παρτίδα ακόμα μοναχά!
Να ονειρευτώ ξανά, να προσπαθώ μετά
και πάλι απ’το μηδέν στο πουθενά.
Πεντόβολα να παίζουμε τα πρωινά μας
στις δύσκολες τις ώρες ασσόδυο οι ματιές
και στις μεγάλες τις χαρές, ρουλέτα τα όνειρά μας
για πονταρίσματα μεγάλα, εξωπραγματικά!
Πάμε ζωή ξανά?
Να ρεφάρω θέλω απόψε,
να μπορώ να ξαναχτίσω,
σε λευκό καμβά να ζωγραφίσω
κι ας έρθουν κύματα τα ντόρτια
χέρι-χέρι κι οι καημοί.
Πείσμα εγώ, εδώ:
Στο ποντάρισμα αυτό όσο και να χάνω, εγώ θα προσπαθώ.»

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!

 

«Κρίκοι»

Της αλυσίδας κρίκοι, διάφανοι μα συμπαγείς,

κοσμούν την άκρη σου.

Δεν τους θωρείς, δεν το μπορείς

και να’ντεχες.. και  να’βλεπες..

δεν το μπορείς.

Μονάχα στέκεις και κοιτάς

ξάφνου παραπατώντας τριγυρνάς,

κι αναζητάς

στου κόσμου τη βοή, στου ήλιου την ανατολή

το σιδερένιο το κλειδί,

όνειρα να ξεκλειδώσεις, καινούργιο δρόμο να οργώσεις.

Μα δε συλλογίστηκες ποτέ αγαπημένε

της εμμονής σου δέσμιος, καταραμένε,

πως μάταια αναζητάς, αυτό που δεν υπάρχει?

 

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!