«Το σπίτι που γεννήθηκα»του Κωστή Παλαμά

Κάθε φορά που πλησιάζουν οι διακοπές του καλοκαιριού, του Πάσχα, των Χριστουγέννων το μυαλό θυμάται όλους τους φίλους, τους γνωστούς, του συγγενείς που ζούνε σε άλλες χώρες – σύγχρονοι οικονομικοί μετανάστες. Αυτό το ποιήμα έρχεται κάθε φορά στο νου:

 

«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,

στοιχειό είναι και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει.

 

Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο στην ίδια στράτα

στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.

 

Το σπίτι ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα

και ανόθευτο και αχάλαστο, και  με προσμένει ακόμα.

 

Της πόρτας του η παλαιϊκή κορώνα, ώ! να η καμάρα!

Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα

 

να συνοδέψει του σπιτιού τ’ολόχαρο τραγούδι

προς το παιδί γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,

 

παω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη

στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.

 

Ας ήρθαν τα γεράματα κι ας κύλησαν οι χρόνοι

απ’ το ψιμύθρι του αλλασμού κι απ’ του χαμού τη σκόνη

 

και απείραχτο και ανέγγιχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει,

κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει.

 

Του κάκου οι έγνοιες, οι καιροί, πληγές καρδιών και τόπων.

Τα μάτια μου άλλα, κι άλλα είναι τα μάτια των ανθρώπων.

 

Από την ισκιερή εμπατή στη φωτισμένη σάλα

με τ’ακριβό ρολόϊ χρυσό στη κρυσταλλένια γυάλα,

 

όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,

προσώπατα, αντικείμενα, με καρτερούν εμένα.

 

Στο πλάϊ  της δούλας της πιστής η αρχόντισσα γιαγιά μου

και η ρήγισσα της προκοπής η μάνα μου, ώ χαρά μου!

 

το στερνογέννητο καρπό στην αγκαλιά, και πέρα

μπρος σε χαρτιά το φάντασμα γνοιασμένο του πατέρα.

 

Και μέσα απ’ τους ανασασμούς του ρόδου και του δύοσμου

και δουλευτής και φυτευτής του κήπου, ο αδελφός μου.

 

Και πιο βαθιά, κατάβαθα, σαν άλλου κόσμου πλάση,

να! Ολόρθο, αξήγητο, κρυφό στο κήπο ένα κοράσι.

 

Του πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα!

Στη χαραυγή μου γέλασμα, στη δύση μου τρεμούλα.

 

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.

Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.»

 

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!

«O ζητιάνος» του Αντρέα Καρκαβίτσα

‘Οταν έπεσε στα χέρια μου το εν λόγω βιβλίο, ξεκίνησα να το διαβάζω με μεγάλη περιέργεια. Πέρα από τη συνοχή του κειμένου, τον όμορφο λόγο και την γλαφυρή περιγραφή των προσωπικοτήτων των ηρώων, εντυπωσιάστηκα από την πλοκή. Από τη σύλληψη ίσως της ιδέας. Το βιβλίο αυτό περιγράφει την ζωή και τον «τρόπο εργασίας» ενός επαγγελματία πλούσιου – ω ναί- ζητιάνου. Από την αρχή της ιστορίας, όπου ο κατά τ’άλλα «ταλαίπωρος» ζητιάνος φτάνει σε έναν νέο τόπο για να «εργαστεί«,  μέχρι και το τέλος της, ο συγγραφέας με ιδιαίτερη μαεστρία δείχνει πώς η λύπηση και η συμπόνια μπορούν να χειραγωγήσουν και να κατευθύνουν τους ανθρώπους, πόσο δε μάλλον όταν έχουν εντοπιστεί ταυτόχρονα οι ιδιαιτερότητες και οι αδυναμίες τους από τους εν δυνάμει εκμεταλλευτές τους.

Το διαβάζω για να θυμάμαι πως η βοήθεια προς το συνάνθρωπο είναι απαραίτητη άλλα όχι απεριόριστη.

Φιλικά,

Κωνσταντίνα.!