Της αλυσίδας κρίκοι, διάφανοι μα συμπαγείς,
κοσμούν την άκρη σου.
Δεν τους θωρείς, δεν το μπορείς
και να’ντεχες.. και να’βλεπες..
δεν το μπορείς.
Μονάχα στέκεις και κοιτάς
ξάφνου παραπατώντας τριγυρνάς,
κι αναζητάς
στου κόσμου τη βοή, στου ήλιου την ανατολή
το σιδερένιο το κλειδί,
όνειρα να ξεκλειδώσεις, καινούργιο δρόμο να οργώσεις.
Μα δε συλλογίστηκες ποτέ αγαπημένε
της εμμονής σου δέσμιος, καταραμένε,
πως μάταια αναζητάς, αυτό που δεν υπάρχει?
Φιλικά,
Κωνσταντίνα.!